- λευκός
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου.
* * *-ή, -ό (AM λευκός, -ή, -όν)1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα» β. «ὃς ἅρμα λευκὸν ἡνιοστροφεῑ βεβώς», Ευρ.)2. (για τρίχα) πολιός, ψαρός («τὼν μὲν πρεσβυτέρων αἱ λευκαὶ τρίχες ἐμελαίνοντο», Πλάτ.)3. το ουδ. ως ουσ. το λευκό(ν)α) η λευκότητα (α. «το λευκό τού κρίνου» β. «τὸ γὰρ λευκὸν τῷ μέλανι ἔστιν ὅπῃ προσέοικε», Πλάτ.)β) το ορατό μέρος τού σκληρού χιτώνα τού οφθαλμού, το ασπράδιγ) ουσία διαυγής και γλοιώδης, πρωτεϊνικής φύσεως, που περιβάλλει τον κρόκο τού αβγού, το ασπράδινεοελλ.1. ανοιχτόχρωμος («λευκός άρτος»)2. άσπιλος, ακηλίδωτος («το ποινικό του μητρώο είναι λευκό»)3. το ουδ. ως ουσ. το λευκόα) ζωολ. ο λευκώδηςβ) (ζωγρ.) i) αχρωματικό στην ουσία χρώμα, ικανό να διαχέει προς όλες τις κατευθύνσεις και χωρίς απορρόφηση όλες τις ορατές ακτινοβολίες που δέχεταιii) παλαιά ονομασία διαφόρων χρωστικών ουσιών ή γεμισμάτων λευκού χρώματος4. φρ. α) (ειρωνικά) «λευκή περιστερά» — πρόσωπο που προσποιείται τον αθώο, αθώα περιστεράβ) «λευκή ψήφος»i) ουδέτερη ψήφος, δηλαδή η ψήφος με την οποία δηλώνεται από κάποιον πολίτη άρνηση υποστήριξης όλων τών υποψηφίωνii) (σε δικαστήριο) αθωωτική ψήφοςγ) «λευκή φυλετική ομάδα» — η φυλετική ομάδα που καταλαμβάνει ολόκληρη την Ευρώπη, τοποθετείται μεταξύ τής μελανόδερμης και τής ξανθόδερμης και περιλαμβάνει τη βόρεια φυλή, τη φυλή τής ανατολικής Ευρώπης, την αλπική, τη διναρική ή αδριατική και τη μεσογειακή φυλήδ) «λευκά είδη» — ονομασία συγκεκριμένων υφασμάτινων ειδών, όπως είναι οι πετσέτες, τα σεντόνια, τα τραπεζομάντηλα και οι κουρτίνεςε) «λευκή απεργία» — μορφή απεργίας κατά την οποία οι εργαζόμενοι προσέρχονται στους χώρους εργασίας τους χωρίς όμως να εργάζονταιστ) «λευκή γραμμή»ανατ. τενόντια ραφή που χωρίζει τους δύο ορθούς κοιλιακούς μυς κατά τη μέση γραμμήζ) «λευκή ουσία»ανατ. νευρικός ιστός που σχηματίζεται από εμμύελες ή και αμύελες νευρικές ίνες, οι οποίες αποτελούν τους νευράξονες τών νευρικών κυττάρων, και έχει λευκό χρώμα, σε αντιδιαστολή με τη φαιά ουσίαη) «λευκή πάχνη»(μετεωρ.) παχύ σχετικά χρώμα πάχνης ή παγετούθ) «λευκό μέταλλο»(μεταλργ.) κράμα με κύριο συστατικό τον κασσίτερο ή τον μόλυβδο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή εδράνων ι) «λευκός ορείχαλκος»(μεταλργ.) κράμα χαλκού-ψευδαργύρου-νικελίου που χρησιμοποιείται για την κατασκευή επιτραπέζιων σκευώνια) «λευκός χρυσός»(μεταλργ.) κράμα χρυσού, αργυρόλευκου χρώματος και περιεκτικότητας μέχρι 80% σε χρυσό, το οποίο χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιίαιβ) «λευκός ήχος»μουσ. ήχος που περιλαμβάνει όλες τις ακουστές συχνότητες σε ίση στατιστικά κατανομή ενέργειας ανά οκτάβα, όπως είναι λ.χ. ο ήχος ενός καταρράκτη ή τών κυμβάλων και αρκετών τυμπανωνιγ) «λευκός όγκος»ιατρ. διάχυτη ατρακτοειδής διόγκωση μιας άρθρωσης με ωχρότητα τού δέρματος που εμφανίζεται σε περιπτώσεις αρθρικής φυματίωσηςιδ) «Λευκός Οίκος» — η επίσημη διαμονή τού προέδρου τών ΗΠΑ στην Ουάσινγκτονιε) «Λευκός Πύργος» — ένα από τα πιο αξιόλογα μεταβυζαντινά μνημεία τής Θεσσαλονίκης, στην παραλία τής πόληςιστ) «λευκό τής Κίνας» (αγγειοπλ.) πορσελάνη με παχύ και στιλπνό υάλωμα, που το χρώμα του ποικίλλει από το λευκό με γαλάζιες αποχρώσεις ώς το ανοιχτό ροζιζ) «λευκή σημαία» — άσπρη σημαία που υψώνεται ως ένδειξη διαθέσεως για συνεννοήσεις, ανακωχή ή παράδοση μεταξύ αντιμαχομένωνιη) «λευκή νύχτα»i) η νύχτα κατά την οποία κάποιος δεν κοιμήθηκε καθόλουii) η νύχτα στις χώρες τού αρκτικού κύκλου, κατά το θέρος, οπότε ο ήλιος παραμένει σχεδόν συνεχώς στον ορίζονταιθ) «λευκός θάνατος» — ο θάνατος που επέρχεται από υπερβολική δόση σκληρών ναρκωτικών, κυρίως ηρωίνηςκ) «λευκό αιμοσφαίριο» — το λευκοκύτταροκα) «λευκό φως» — το φως που περιέχει όλες τις ακτίνες τού φάσματοςκβ) «εμπόριο λευκής σάρκας» — εμπόριο γυναικών και παιδιών με σκοπό την προώθησή τους σε πορνεία, σε σωματεμπόριοκγ) «εντολή εν λευκώ» — απόλυτη πληρεξουσιότητακδ) «υπογράφω εν λευκώ»i) υπογράφω γραμμάτιο, επιταγή ή συναλλαγματική χωρίς να σημειώνω το όνομα τού αποδέκτηii) αποδέχομαι κάτι χωρίς καμιά επιφύλαξηκε) «λευκός γάμος» — γάμος που γίνεται μόνο για λόγους συμφέροντος, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική σχέση μεταξύ τών συζύγωννεοελλ.-μσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λευκάτα άσπρα ρούχαμσν.1. (για κλήμα) αυτό που βγάζει άσπρα σταφύλια2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ λευκοίονομασία φατρίας τού Ιπποδρόμου3. το ουδ. ως ουσ. πάθηση τών οφθαλμώνμσν.-αρχ.αυτός που έχει άσπρο δέρμααρχ.1. φωτεινός, λαμπρός («λευκὴ δ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη», Ομ. Οδ.)2. (για μεταλλική επιφάνεια) στιλπνός, γυαλιστερός3. (για το νερό) διαυγής, διάφανος («Δίρκης τε νᾱμα λευκὸν αἱμαχθήσεται», Ευρ.)4. (για τη φωνή) ευκρινής, καθαρός5. (για την ανθρώπινη επιδερμίδα) τρυφερός, ωραίος («πάρος χρόα λευκὸν ἐπαυρεῑν», Ομ. Ιλ.)6. (για πρόσ.) ωραίος7. γυμνός8. τρυφηλός, άνανδρος («σὺ δ' ευπρόσωπος, λευκός, ἐξυρημένος, γυναικόφωνος», Αριστοφ.)9. (για τον νου) επιπόλαιος («λευκαὶ φρένες», Πίνδ.)10. γεμάτος χαρά («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», Αισχύλ.)11. το θηλ. ως ουσ. ἡ λευκήη άσπρη γραμμή ως σημείο εκκίνησης τών αγώνων τού ιπποδρόμου12. φρ. «λευκὸς χρυσός» — χρυσός αναμεμιγμένος με άργυρο13. παροιμ. «λευκὸς Ἑρμῆς» — λεγόταν σε περιπτώσεις που αποκαλυπτόταν κάποιος απατεώνας.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. λευκόςανάγεται στην ΙΕ ρίζα *leuk- «λάμπω, φως, βλέπω» και συνδέεται με άλλες ΙΕ λέξεις που σημαίνουν γενικά «φως» (πρβλ. αρχ. ινδ. roca- «φωτεινός, λαμπρός», loka «ελεύθερο, φωτεινό τμήμα, κόσμος», λατ. lux «φως», lucus, με αρχική σημ. «άδενδρος τόπος», λιθουαν. laũkas «αγρός»). Στην ίδια λεξιλογική οικογένεια ανήκουν και οι τ. λεύσσω, λύχνος κ.ά. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται ο τ. re-u-ko- = λευκός και το σύνθ. re-u-ko-nu-ka = *λευκ-ονυχα (< λευκός + ὄνυξ, -υχος). Στην Αρχαία Ελληνική η λ. λευκός απαντά τόσο με τη σημ. «λαμπρός, φωτεινός» όσο και με τη σημ. «άσπρος», ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται μόνο με την τελευταία και σε μεγάλο βαθμό αντικαταστάθηκε από το άσπρος, που εμφανίζει εντελώς διαφορετική σημασιολογική εξέλιξη (βλ. άσπρος).ΠΑΡ. λευκαίνω, λεύκη, λευκίνη, λευκισμός λευκίτης, λευκιτίτης, λευκότητα(-ης)αρχ.λεύκας, λευκήρης, λεύκος, λευκώ.ΣΥΝΘ. (Για τα σύνθ. με α' συνθετικό βλ. λευκ[ο]-). (Β' συνθετικό) ερυθρόλευκος, ημίλευκος, ξανθόλευκος, ολόλευκος, πάλλευκος, υπέρλευκος, υπόλευκος, φλογόλευκος, ωχρόλευκοςαρχ.διάλευκος, εκλευκος, έλλευκος, επίλευκος, ζάλευκος, μεσόλευκος, μιξόλευκος, παράλευκος, περίλευκοςνεοελλ.αβρόλευκος, αργυρόλευκος, αχνόλευκος, γαλανόλευκος, καστανόλευκος, κατάλευκος, κυανόλευκος, πρασινόλευκος, σταχτόλευκος, χιονόλευκος].
Dictionary of Greek. 2013.